λίβηθρον
Look at other dictionaries:
λίβηθρον — λίβηθρον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) λείβηθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα λιβ τού λείβω + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, θορύβ ηθρον] … Dictionary of Greek
λίβηθρον — λίβηθρον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) λείβηθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα λιβ τού λείβω + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, θορύβ ηθρον] … Dictionary of Greek